θωμίζω

Revision as of 21:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(also θῠωρ-ίσσω, Hsch.),    A whip, scourge, νῶτον μάστιγι θωμιχθείς Anacr.21.10, cf. EM459.54:—also, bind, Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 1230] fut. θωμίξω, aor. p. θωμιχθεἶς μάστιγι, Anacr. 66 a, mit der Peitsche gegeißelt; Phot. lex. erkl. τῷ κέντρῳ ἐρεθίζειν, μαστίζειν. Rach Hesych. auch = binden, fesseln.

Greek (Liddell-Scott)

θωμίζω: ἢ -ίσσω, μαστίζω, «δέρνω», νῶτον μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10· - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει· νύσσει. δεσμεύει».

Greek Monolingual

θωμίζω και θωμίσσω (Α) θώμιγξ
1. μαστίζω, δέρνωνῶτον μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «θωμίσσει
νύσσει, δεσμεύει».

Russian (Dvoretsky)

θωμίζω: (part. aor. pass. θωμιχθείς) стегать, хлестать (νῶτον μάστιγι Anacr.).