θώμιγξ
From LSJ
θῶμιγξ, -γγος, ἡ (Α)
1. λεπτό σχοινί, σπόγγος, τριχιά
2. χορδή τόξου, νεβρά
3. αλιευτική ορμιά, πετονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με ρίζα θωμ(ο)- (πρβλ. λατ. funis «σχοινί», τοχ. ΑΒ tsu- «συνδέω») + επίθημα -ιγγ- δεν θεωρείται πειστική].