καινούργησις

Revision as of 22:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A new manufacture, Suid. s.v. καταβολή.

German (Pape)

[Seite 1295] ἡ, Erneuerung, Suid. καταβολή.

Greek (Liddell-Scott)

καινούργησις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι καινουργές, ἀνανέωσις, Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινούργησις, ἡ (Α) καινουργώ
η πράξη του καινουργώ, ανανέωση, ανακαίνιση.