κακκαλία

Revision as of 22:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.72.    II Mercurialis tomentosa, ib.122, Plin.HN25.135; v. κακαλία.

Greek Monolingual

κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].

Frisk Etymological English

Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); κακαλίς νάρκισσος H.
See also: s. ἀκακαλίς.

Frisk Etymology German

κακκαλία: {kak(k)alía}
Grammar: f.
Meaning: N. verschiedener Pflanzen (Dsk., Plin.);
Derivative: κακαλίς· νάρκισσος H.
Etymology : Vgl. zu ἀκακαλίς.
Page 1,758