καρχαρέος

Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον,    A = κάρχαρος, κύνες EM493.1; cf.foreg.11.

German (Pape)

[Seite 1332] eigtl. = Vorigem; bes. bissig, von Hunden u. Wölfen, E. M. 493, 1, als v. l. für καρχαλέος bei Ap. Rh. u. Tryph.

Greek (Liddell-Scott)

καρχαρέος: -α, -ον, = κάρχαρος, ἴδε καρχαλέος ΙΙ.

Greek Monolingual

καρχαρέος, -α, -ον (Α) κάρχαρος
κάρχαρος, δηκτικός, με κοφτερά δόντια.