καρχαρέος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
α, ον, = κάρχαρος, κύνες EM493.1; cf. καρχαλέος ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 1332] eigtl. = Vorigem; bes. bissig, von Hunden u. Wölfen, E. M. 493, 1, als v.l. für καρχαλέος bei Ap. Rh. u. Tryph.
Greek (Liddell-Scott)
καρχαρέος: -α, -ον, = κάρχαρος, ἴδε καρχαλέος ΙΙ.
Greek Monolingual
καρχαρέος, -α, -ον (Α) κάρχαρος
κάρχαρος, δηκτικός, με κοφτερά δόντια.