κάρχαρος

English (LSJ)

κάρχαρον, and α, ον Alcm.140:—
A saw-like, jagged, so with saw-like jagged teeth, κύων Lyc.34, Luc.Luct.4, cf. Ael.NA 16.18; στόμα Opp.C.3.142; ἕρκος Id.H.1.506; ὀδόντες Philostr.Im. 2.18; δῆγμα Luc.Trag.302; κάρχαρον μειδήσας, of the wolf, Babr.94.6.
2 metaph., harsh, of sounds or language, καρχάραισι φωναῖς Alcm. l.c., cf. Luc.Hist.Conscr.43; ῥήτωρ Id.Merc.Cond.35; nickname of Thrason, Bato Sinop.3; rough, rude, (ἤθη) κ. καὶ σκολιά Plu. 2.468c.

German (Pape)

[Seite 1332] ον (wohl mit χαράσσω zusammenhangend), mit gezackten, scharfen Zähnen, auch die ὀδόντες selbst, Philostr.; στόμα Opp. C. 3, 142; ἕρκος H. 1, 506; κύων Lycophr. 34; δῆγμα Ael. H. A. 16, 8; Luc. Tragopod. 302; übertr., bissig, heftig, ἑρμηνεία σφοδρὰ καὶ κάρχαρος de conscrib. hist. 43; κάρχαρόν τι μειδήσας Babr. 94, 6; auch Beiname von Menschen, Ath. VI, 251 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux dents aiguës ; κάρχαρον μειδᾶν BABR sourire en montrant des dents aiguës, càd d'une manière menaçante;
2 en gén. aigu, acéré.
Étymologie: R. Χαρ, déchirer, avec redoubl. ; cf. χαράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρχαρος -ον met scherpe tanden; overdr. scherp, bijtend:. ῥήτωρ τῶν καρχάρων een van de redenaars met scherpe tong Luc. 36.35.

Russian (Dvoretsky)

κάρχᾰρος:
1 острозубый, зубастый (ὄργανα Plut.): κάρχαρον δῆγμα Luc. укус, причиненный острыми зубами;
2 перен. едкий, злой: κάρχαρον μειδᾶν Babr. злобно улыбаясь, оскалив зубы.

Greek Monolingual

κάρχαρος, -ον, θηλ. και καρχάρα (Α)
1. αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια
2. (για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός
3. (για ήθη) άξεστος, αγροίκος
4. (το ουδ. ως επίρρ.) κάρχαρον
με σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε θ. khar- και συνδέεται με αρχ. ινδ. khara «σκληρός, κοφτερός» και περσ. xār(ā) «αγκάθι», «βράχος». Ο τ. σχηματίζεται με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του θ. khar- (kharkhar), που υπέστη προληπτική ανομοίωση (τροπή του πρώτου δασέος [-kh-] στο αντίστοιχο ψιλό [-k-]). Ο τ. συνδέεται επίσης με ελλ. κάρκαροι
τραχεῖς. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η λ. σχηματίζεται κατ' απόσπαση από την σύνθετη λ. του Ομήρου καρχαρόδοντες.
ΠΑΡ. καρχαρίας
αρχ.
καρχαρέος.
ΣΥΝΘ. καρχαρόδους
αρχ.
καρχαρόδους.

Greek Monotonic

κάρχᾰρος: -ον, κοφτερός, αιχμηρός, με κοφτερά δόντια, κάρχαρον μειδήσας, λέγεται για τον λύκο, σε Βάβρ.· μεταφ., οξύς, δηκτικός, λέγεται για τη γλώσσα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κάρχᾰρος: -ον, καὶ α, ον, Ἀλκμὰν 132·―κυρίως, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας ὀξεῖς, ὀξυόδους, κάρχαρος κύων, «ὁ κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας, ἤτοι κεχηνότας· νῦν δὲ τὸ κῆτος» (Σχόλ.), Λυκόφρων 34, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 16. 18· στόμα Ὀππ. Κυν. 2. 142· ἕρκος ὁ αὐτ. ἐν Ἁλ. 1. 506· ὀδόντες Φιλόστρ. 841· δῆγμα Λουκ. Τραγῳδοποδ. 302· κάρχαρόν τι μειδήσας, ἐπὶ τοῦ λύκου, Βαβρ. 94. 6·―καθόλου, ὀξύς, δηκτικός, μεταφ. ἐπὶ ἐπικρίσεως, Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 43· ῥήτωρ ὁ αὐτ. ἐν Μισθ. Συνόντ. 35, πρβλ. Ἀθήν. 251Ε. (Ἴδε ἐν λ. κραναός).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: biting, sharp, raw (Alcm. 140, Lyc., Opp.),
Other forms: with reshaped ending καρχαρέος (EM).
Compounds: καρχαρόδων (-ους), -οντος with sharp teeth (Il., Hes., Ar., Arist., Thphr.; cf. Sommer Nominalkomp. 93)
Derivatives: καρχαρίας m. kind of shark (Pl. Com., Sophr.; cf. Thompson Fishes s. v., Strömberg Fischnamen 45); the word was taken over in Lat. carcharus, -ias, Saint-Denis, Rev. de phil. 3e sér. 40 (1966) 388ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Onomatopoet. reduplicated formation (Schwyzer 423). One compares Skt. khára- hard, raw, sharp (which cannot agree with the Gr.-χ-), NPers. xār(ā) rock, thorn, and Toch. A tsär raw; the last doubtful, s. Pedersen Tocharisch 242f. w. n. 1. Acc. to Leumann Hom. Wörter 156 κάρχαρος was taken from hom. καρχαρόδοντες. - An unaspirated form is κάρκαροι τραχεῖς καὶ δέσμοι H. (cf. s. v.). S. Bq, WP. 1, 355, Mayrhofer KEWA s. kharaḥ1. -Blanc thinks that the word is connected with χάραξ pointed pole and χαράσσω sharpen, engrave etc., REG 107 (1994) 686-693. Fur. 130 rejects the IE comparison (see Mayrhofer Wb. 1, 170, who points to Dravidian origin). The comparison with κάρκαροι points rather to Pre-Greek origin; Fur. refers to Urart. ḥarḥar heap of stones, Arm. karkar slippery rock.

Middle Liddell

κάρχᾰρος, ον
sharp-pointed, jagged, with sharp or jagged teeth, κάρχαρον μειδήσας, of the wolf, Babr.: —metaph. sharp, biting, of language, Luc.

Frisk Etymology German

κάρχαρος: {kárkharos}
Forms: καρχαρόδων (-ους), -οντος
Meaning: beißend, bissig, scharf, rauh (Alkm. 140, Lyk., Opp., sp. Prosa), mit scharfen Zähnen (Il., Hes., Ar., Arist., Thphr.; vgl. Sommer Nominalkomp. 93 m. Lit.); im Ausgang umgebildet καρχαρέος (EM).
Derivative: Ableitung καρχαρίας m. Art Haifisch (Pl. Kom., Sophr. u. a.; vgl. Thompson Fishes s. v., Strömberg Fischnamen 45).
Etymology: Onomatopoetische Reduplikationsbildung (Schwyzer 423). Man vergleicht aind. khára- hart, rauh, scharf, neupers. xār(ā) Fels, Dorn, auch toch. A tsär rauh; letzteres jedenfalls sehr fraglich, s. Pedersen Tocharisch 242f. m. A. 1. Nach Leumann Hom. Wörter 156 wäre κάρχαρος aus hom. καρχαρόδοντες abstrahiert. — Eine unaspirierte Nebenform ist κάρκαροι· τραχεῖς H. (vgl. s. v.). Lit. bei Bq, WP. 1, 355, Mayrhofer Wb. s. kharaḥ1.
Page 1,796