καταγώγιμον

Revision as of 22:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = καταγώγιον 11, PTeb.35.5 (ii B. C.).

Greek Monolingual

καταγώγιμον, τὸ (Α)
το αντίτιμο της μεταφοράς ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγώγιμον (ουδ. του ἀγώγιμος «αυτός που μπορεί να οδηγηθεί εύκολα»)].