κατάνευρος
English (LSJ)
ον, A full of nerves or sinews, μέρη, τόπος, Hippiatr.57, 96.
German (Pape)
[Seite 1365] nervig, voll Nerven, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
κατάνευρος, -ον (Μ)
γεμάτος νεύρα ή ίνες («κατάνευρα μέρη», Ιππιατρ.).