καταλιφή

Revision as of 22:57, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A plastering, whitewashing, IG22.1664.12 (iv B.C.), OGI737.10 (Memphis, ii B.C.).

Greek Monolingual

καταλιφή, ἡ (Α)
αμμοκονίαση, σοβάντισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταλείφω. Ο τ. -λιφ-ή, παράλληλος του ἀλοιφή, εμφανίζει μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας lei-bh-, αν δεν πρόκειται απλώς για ορθογραφικό σφάλμα].