κατανάγκη
English (LSJ)
ἡ, A means of constraint: spell, βιαιότεραι κ. cj. in Hld.6.14. II kind of vetch, Ornithopus compressus, used in making philtres, Dsc.4.131, Plin.HN27.57, PMag.Osl.1.370. 2 = κῆμος, Ps.-Dsc.4.133.
German (Pape)
[Seite 1365] ἡ, Zwang, Zwangsmittel; ἐρωτικαί, das sind φιλτρα, Liebestränke, Synes. – Auch eine Pflanze, aus der diese Tränke bereitet wurden.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰνάγκη: ἡ, μεγίστη ἀνάγκη, βία, βιαιότεραι κ. (ἐκ διορθώσ.) Ἡλιόδ. 6, 14· ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κ., ποτὰ ἀναγκάζοντα εἰς ἔρωτας, τὰ φίλτρα, Συνέσ. 257Β. ΙΙ. ἄδηλόν τι φυτὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀναρριχωμένων, ἐξ οὗ τὰ τοιαῦτα φίλτρα παρεσκευάζοντο, Δισκ. 4, 134.
Spanish
Greek Monolingual
κατανάγκη, ἡ (Α)
1. μέσο καταναγκασμού («ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κατανάγκας», Συνέσ.)
2. το φυτό ορνιθόπους ο ήμερος το οποίο χρησιμοποιούσαν για παρασκευή μαγικών φίλτρων
3. το φυτό κήμος.