κήμος

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

κῆμος, ἡ (Α)
είδος φυτού που ονομάζεται και λεοντοπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με τη λ. κημός θεωρείται μάλλον απίθανη].