καταποντισμός
English (LSJ)
ὁ, A drowning, Isoc.12.122 (pl.), LXXPs.51(52).4(6); ὁ κ. τῶν Χρημάτων App.Mac.16.
German (Pape)
[Seite 1372] ὁ, Versenkung ins Meer, Isocr. 12, 122 u. Sp., wie App. Maced. 12.
Greek (Liddell-Scott)
καταποντισμός: ὁ, Ἰσοκρ. 257Ε· ὁ κ. τῶν χρημάτων Ἀππ. Μακεδ. 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de jeter à la mer, de submerger.
Étymologie: καταποντίζω.
Greek Monolingual
ο (Α καταποντισμός) καταποντίζω
1. καταπόντιση, καταβύθιση, πνίξιμο
2. μτφ. μεγάλη πτώση, συντριβή («ο καταποντισμός του κόμματος στις εκλογές).
Russian (Dvoretsky)
καταποντισμός: ὁ бросание в море, утопление (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).