καταβύθιση
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
Greek Monolingual
η
1. το να καταβυθιστεί κάτι, το βούλιαγμα, ο καταποντισμός («η καταβύθιση του πλοίου»)
2. ο σχηματισμός ιζήματος, καθίζηση
3. χημ. διεργασία κατά την οποία σχηματίζεται μια αδιάλυτη στερεά ουσία μέσα σε ένα διάλυμα
4. γεωλ. κατακόρυφη προς τα κάτω μετακίνηση τμήματος της επιφάνειας της γης οφειλόμενη σε φυσικά ή ανθρωπογενή αίτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβυθίζω. Η λ., στον λόγιο τύπο καταβύθισις, μαρτυρείται από το 1876 στον Λεωνίδα Παλάσκα. Ως χημικός όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. precipitation < λατ. praecipitatio < praecipito «επισπεύδω, κατακρημνίζω». Η λ. ως γεωλογικός όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. subsidence < λατ. subsidentia < subsidere «υποχωρώ»].