καταποντισμός

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταποντισμός Medium diacritics: καταποντισμός Low diacritics: καταποντισμός Capitals: ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: katapontismós Transliteration B: katapontismos Transliteration C: katapontismos Beta Code: katapontismo/s

English (LSJ)

ὁ, drowning, Isoc.12.122 (pl.), LXX Ps.51(52).4(6); ὁ κ. τῶν Χρημάτων App.Mac.16.

German (Pape)

[Seite 1372] ὁ, Versenkung ins Meer, Isocr. 12, 122 u. Sp., wie App. Maced. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de jeter à la mer, de submerger.
Étymologie: καταποντίζω.

Russian (Dvoretsky)

καταποντισμός:бросание в море, утопление (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

καταποντισμός: ὁ, Ἰσοκρ. 257Ε· ὁ κ. τῶν χρημάτων Ἀππ. Μακεδ. 14.

Greek Monolingual

ο (Α καταποντισμός) καταποντίζω
1. καταπόντιση, καταβύθιση, πνίξιμο
2. μτφ. μεγάλη πτώση, συντριβή («ο καταποντισμός του κόμματος στις εκλογές).