κατασπασμικός

Revision as of 08:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν, of a drug,    A curing κατασπασμός, POxy. 1088.68 (i A.D.).

Greek Monolingual

κατασπασμικός, -ή, -όν (Α) κατασπασμός
(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών.