κατασκόπιον

Revision as of 08:47, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A look-out ship, Gell.10.25 (sed leg. -σκοπικόν).

German (Pape)

[Seite 1379] τό, das Wachtschiff, Cic. Att. 5, 11, l. d., vgl. Gell. N. A. 10, 25.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκόπιον: τό, πλοῖον κατασκοπευτικόν, πρόσκοπος, Γέλλ. 10. 25· τοιαῦτα δὲ πλοῖα εἶναι, οἱ προπλεῖν εἰθισμένοι λέμβοι Πολύβ.· νῆες πρόπλοι παρὰ Θουκ. καὶ πρωτόπλοι παρὰ Ξεν., πρβλ. ἐπίκωπος.

Greek Monolingual

κατασκόπιον, τὸ, και κατασκοπίς, ἡ (Α) κατάσκοπος
κατασκοπευτικό πλοίο.

Russian (Dvoretsky)

κατασκόπιον: τό (sc. πλοῖον) разведывательное или сторожевое судно Cic.