κηδεμονεύω

Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A to be a guardian, παίδων Just.Nov.94.2:—Pass., to be a ward, ib.18.9.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονεύω: κηδεμονέω, μεταγεν., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 122.

Greek Monolingual

(ΑΜ κηδεμονεύω) κηδεμών
ασκώ καθήκοντα κηδεμόνα, έχω κάτι ή κάποιον υπό την κηδεμονία μου (α. «κηδεμονεύει τα παιδιά του αδελφού του» β. «κηδεμονεύειν παίδων», Ιουστιν.).