κιναιδίζω

Revision as of 09:12, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A practise unnatural vice, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.113.

Greek Monolingual

κιναιδίζω (Α) κίναιδος
(ενεργ. και μέσ.) είμαι κίναιδος, ενεργώ και συμπεριφέρομαι ως κίναιδος.