κισηρώδης

Revision as of 09:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A = κῐσηροειδής, Ephor.65(e) J., Dsc.5.74.

Greek (Liddell-Scott)

κισηρώδης: -ες, = κισηροειδής, Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
mieux que κισσηρώδης;
c. κισηροειδής.

Greek Monolingual

κισηρώδης, -ῶδες (AM) κίσηρις
κισηροειδής.