κισηροειδής
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
κισηροειδές, like pumice stone, Diog.Apoll.in Placit.2.13.5, Thphr. HP 3.7.5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mieux que κισσηροειδής;
qui ressemble à la pierre ponce.
Étymologie: κίσηρις, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
κῐσηροειδής: и κισσηροειδής, Diod., Plut. κῐσηρώδης 2 похожий на пемзу Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κισηροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὅμοιος πρὸς κίσηριν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 7, 5. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 508.
Greek Monolingual
κισηροειδής, -ές (AM)
αυτός που μοιάζει με κίσηρη.
επίρρ...
κισηροειδῶς (Α)
όπως η κίσηρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσηρις + -ειδής (< εἶδος)].