κισσηρώδης

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

German (Pape)

[Seite 1442] ες, = κισσηροειδής; D. Sic. 1, 39; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

v. κισηρώδης.

Russian (Dvoretsky)

κισσηρώδης: v. l. = κισηρώδης.