κισσηρώδης
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1442] ες, = κισσηροειδής; D. Sic. 1, 39; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
v. κισηρώδης.
Russian (Dvoretsky)
κισσηρώδης: v. l. = κισηρώδης.
[Seite 1442] ες, = κισσηροειδής; D. Sic. 1, 39; Plut. u. a. Sp.
v. κισηρώδης.
κισσηρώδης: v. l. = κισηρώδης.