ἡ, A = κόρυμβος 11, Asius Fr.Ep.13.5 K.
κορύμβη: ἡ, πρβλ. κόρυμβος ΙΙ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 525F.
κορύμβη, ἡ (Α)κόρυμβος, κότσος της γυναικείας κόμης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -η].