κορύμβη

Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A = κόρυμβος 11, Asius Fr.Ep.13.5 K.

Greek (Liddell-Scott)

κορύμβη: ἡ, πρβλ. κόρυμβος ΙΙ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 525F.

Greek Monolingual

κορύμβη, ἡ (Α)
κόρυμβος, κότσος της γυναικείας κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -η].