κορύμβη

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορύμβη Medium diacritics: κορύμβη Low diacritics: κορύμβη Capitals: ΚΟΡΥΜΒΗ
Transliteration A: korýmbē Transliteration B: korymbē Transliteration C: korymvi Beta Code: koru/mbh

English (LSJ)

ἡ, = κόρυμβος ΙΙ, Asius Fr.Ep.13.5 K.

Greek (Liddell-Scott)

κορύμβη: ἡ, πρβλ. κόρυμβος ΙΙ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 525F.

Greek Monolingual

κορύμβη, ἡ (Α)
κόρυμβος, κότσος της γυναικείας κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -η].

German (Pape)

ἡ, = κόρυμβος 2) bei Ath. XII.525f.