κότσος

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

ο
1. είδος γυναικείου χτενίσματος κατά το οποίο μαζεύονται τα μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, το σφαιροειδές σύστρεμμα των μαλλιών στην κορυφή ή στο πίσω μέρος του κεφαλιού
2. το άκρο της αξίνας με το οποίο γίνεται το βωλοκόπι του χωραφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόττος, με τσιτακισμό].