κοπροποιός

Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

όν,    A producing excrement, EM529.15, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1483] Mist machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροποιός: -ον, ὁ ποιῶν κόπρον, «ῥυπαρός», Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

κοπροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που παράγει κοπριά, λίπασμα
2. μτφ. κοπρίτης, τεμπελόσκυλο, κοπρομηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ποιός (< ποιῶ)].