κουφολογία

Revision as of 09:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A light talk, Th.4.28, App. Hisp.38, Plu.2.855b.

Greek (Liddell-Scott)

κουφολογία: ἡ, ἀκριτολογία, Θουκ. 4. 28, Ἀππ. Ἰβηρ. 38, Πλούτ. 2. 855Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole dite à la légère.
Étymologie: κουφολόγος.

Greek Monolingual

κουφολογία, ἡ (Α) κουφολογώ
απερίσκεπτα λόγια («τοῑς δὲ Ἀθηναῑοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῦ», Θουκ.).

Greek Monotonic

κουφολογία: ἡ, κενά λόγια, ακριτολογία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κουφολογία: ἡ легкомысленные речи или пустая похвальба Thuc., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουφολογία -ας, ἡ [κοῦφος, λέγω] lichtzinnig gepraat, opschepperij.

Middle Liddell

κουφολογία, ἡ,
light talking, Thuc. [from κουφολόγος

English (Woodhouse)

boast, boasting