boast

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for boast - Opens in new window

substantive

P. αὔχημα, τό (Thuc.), P. and V. κόμπος, ὁ (Thuc.), Ar. and V. κομπάσματα, τά, V. γαύρωμα, τό.

the boast of (concretely of persons or things): P. and V. σχῆμα, τό, V. πρόσχημα, τό, ἄγαλμα, τό, αὔχημα, τό (Euripides, Phoenissae 1131).

verb intransitive

P. and V. μέγα λέγειν, μέγα εἰπειν, Ar. and P. ἀλαζονεύεσθαι, P. μεγαλαυχεῖσθαι, ἐπικομπεῖν (Thuc.), Ar. and V. εὔχεσθαι, V. ἐξεύχεσθαι, ἐπεύχεσθαι (also Plato but rare P.), ἐξεπεύχεσθαι, αὐχεῖν (also Thuc. but rare P.), ἐξαυχεῖν, κομπεῖν (rare P.), κομπάζειν (rare P.), ἐκκομπάζειν, φλύειν (Aesch., Prometheus Vinctus 504).

boast of: P. and V. ἀγάλλεσθαι (dat.), ἁβρύνεσθαι (dat.), P. ἐπικομπεῖν (acc.) (Thuc.), V. κομπεῖν (acc.) (rare P.), κομπάζειν (acc.) (rare P.), ἐξεύχεσθαι (acc.), γαυροῦσθαι (dat.), Ar. and V. ἐπαυχεῖν (dat.).

Translations

noun

Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel

verb

Albanian: lëvdohem; Arabic: تَبَاهَى‎; Armenian: պարծենալ, գլուխ գովալ; Azerbaijani: öyünmək, lovğalanmaq, maxtanmaq; Belarusian: хвалі́цца, пахваляцца, выхваляцца, хістацца; Bulgarian: хваля се, похвалвам се, похваля се; Burmese: ဝါ, ကြွား, ဝင့်, အကြွား; Catalan: vanar-se, vantar-se, presumir; Cebuano: hambug; Chinese Mandarin: 吹牛, 吹噓, 吹嘘, 自誇, 自夸, 自詡; Czech: chlubit se, vychloubat se, chválit se; Danish: prale; Dutch: opscheppen; Estonian: praalima, hooplema, kiitlema; Ewe: ƒo aɖegbe; Esperanto: fieri, fanfaroni; Finnish: kerskailla, kerskua, rehennellä, leuhkia, lesottaa; French: se vanter; Galician: chufar, gabar; German: angeben, prahlen; Greek: κομπάζω, υπερηφανεύομαι; Ancient Greek: ἀπειλέω, ἀπειλῶ, ἀποϝηλέω, αὐχέω, αὐχῶ, ἐγκαλλωπίζομαι, ἐμπερπερεύομαι, ἐναβρύνομαι, ἐναυχέω, ἐναυχῶ, ἐξεύχομαι, ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ἐπαινῶ, ἐπεύχομαι, ἐπικομπάζω, εὐχετάομαι, εὔχομαι, θρασύνω, καλλωπίζομαι, καταλαζονεύομαι, καταπερπερεύομαι, κατεύχομαι, καυχάομαι, καυχῶμαι, κομπάζω, κομπέω, κομπῶ, κρημνοκοπέω, κρημνοκοπῶ, κυδάνω, λαβρηγορέω, λαβρηγορῶ, μεγαλαυχέω, μεγαληγορέω, μεγαληγορῶ, μεγαλορρημονέω, μεγαλορρημονῶ, μεγαλύνω, περπερεύομαι, ῥαχίζω, σαλακίζομαι, σαλακωνεύομαι, σαλακωνίζω, σεμνοκομπέω, σεμνοκομπῶ, στομφόω, στομφῶ; Hebrew: התרברב‎, הִתְפָּאֵר‎; Hindi: डींग मारना; Hungarian: dicsekszik, henceg, nagyzol, kérkedik, hetvenkedik, felvág, hivalkodik; Irish Old Irish: ar·báigi; Italian: vantarsi; Japanese: 自慢する, 力む; Khmer: បញ្ចើ, អួត, បង្អួត, បំផ្លើស; Korean: 자랑하다, 자만하다, 뽐내다; Lao: ເວົ້າອາດ, ຄຸຍໂມ້, ຄຸຍໂຕ; Latin: glorior; Latvian: lielīties, dižoties, plātīties; Lithuanian: didžiuotis; Macedonian: се фали; Malayalam: വീമ്പടിക്കുക; Maori: whakamānunu, whakatāwāhi, tamarahi, whakanuka; Norwegian Bokmål: skryte; Occitan: se bragar, se vantar, se conflejar; Old English: ġielpan; Polish: przechwalać się, szczycić się, chlubić się, chwalić się; Portuguese: ostentar, exibir-se, gabar; Romanian: a se lăuda; Russian: хвастаться, хвастать, бахвалиться, хвалиться; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити се; Roman: hvaliti se; Slovak: chvastať sa, vychvaľovať sa, pýšiť sa, vystatovať sa, vyťahovať sa, chváliť sa; Slovene: hvaliti se, bahati se; Spanish: presumir, alardear, fanfarronear, vanagloriarse de, ostentar, jactarse de, ufanarse, fardar; Swedish: skryta, skrävla; Telugu: గప్పాలు; Thai: โม้, คุยโว, โอ้อวด; Turkish: böbürlenmek, iftihar etmek, övünmek; Ukrainian: хизуватися, хвалитися, хвастатися; Vietnamese: khoe khoang, khoác lác, nói khoác; Welsh: brolio; Westrobothnian: brega