κρούνισμα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1514] τό, das wie aus einem Quell Hervorspringende, Aufsprudelnde; μελισταγές Ep. ad. 259 (Plan. 12).
Greek (Liddell-Scott)
κρούνισμα: τό, τὸ ἀπὸ κρουνοῦ ἐκρέον ὕδωρ, ῥεῦμα, Ἀνθ. Πλαν. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
eau jaillissante.
Étymologie: κρουνίζω.