κυνόμορον

Revision as of 10:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = κυνόσβατος, Gal.12.426; also, = ἀπόκυνον, Id.11.835.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόμορον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κυνοσβάτου, Γαλην.· ὡσαύτως = κυνοκράμβη, ὁ αὐτ. 13. 138.

Greek Monolingual

κυνόμορον, τὸ (Α)
1. ο καρπός της κυνοσβάτου
2. το φυτό απόκυνο, αλλ. κυνοκράμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -μορον].