κυνόσβατος
ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)
English (LSJ)
ἡ (also ὁ Thphr. (v.infr.), Ath.2.70d),
A whiterose, Rosa sempervirens, Arist.Fr.561, Theoc.5.92, Dsc.1.94, Plu.2.294e, etc.; καρπὸς τοῦ κ. Thphr. HP 9.8.5:—also κῠνόσ-βᾰτον, τό, ib.3.18.4.
II = κάππαρις, Dsc.2.173; = βάτος, Ps.-Dsc.4.37; = σμῖλαξ τραχεῖα, ib. 142.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 églantier;
2 autre nom de la plante σμῖλαξ.
Étymologie: κύων, βάτος¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνόσβατος -ου, ἡ [κύων, βάτος] hondsroos (soort rozenstruik).
Russian (Dvoretsky)
κῠνόσβᾰτος: ἡ шиповник Arst., Theocr.
Greek Monolingual
η, ο (Α κυνόσβατος, ἡ και ὁ, και κυνόσβατον, τὸ)
1. αγριοτριανταφυλλιά
2. ο καρπός της αγριοτριαφυλλιας
αρχ.
1. κάππαρη
2. το φυτό σμίλαξ η τραχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνός (γεν. εν. του κύων) + βάτος (ὁ)].
Greek Monotonic
κῠνόσβᾰτος: ἡ και ὁ, σκυλο-άγκαθο ή είδος άγριου τριαντάφυλλου, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόσβᾰτος: ἡ, (ἀλλ’ ὡσαύτως ὁ, Θεόφρ. ἔνθα κατωτ., Ἀθήν. 70D), κυνάκανθα, εἶδος ἀγρίου ῥόδου, Λατ. Rubus caninus, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 520, Θεόκρ. 5. 92, Πλούτ. 2. 294Ε, κτλ.· καρπὸς τοῦ κ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 5· πρβλ. κύων ΧΙ, κυνόροδον· ― κῠνόσβᾰτον, τό, ὁ καρπὸς αὐτῆς, αὐτόθι 3. 18, 4, κτλ. 2) παρὰ τῷ Διοσκ. 4. 144, ὡς συνώνυμον τῷ σμῖλαξ τραχεῖα.