ου, ὁ, (κώπη, ξύω) A oar-maker, SIG1000.17 (Cos), Gloss.
κωποξύστης, ὁ (Α)αυτός που κατασκευάζει κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.