ξύστης

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source

German (Pape)

[Seite 283] ὁ, = ξυστήρ, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξύστης: ὁ, = τῷ ξυστήρ, μεταγεν.

Greek Monolingual

ο (Α ξύστης) ξύω
ξύστρα, ξυστήρι.