λεπτοϋφής

Revision as of 10:41, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῠ], ές, (ὑφαίνω)    A finely woven, Luc.Am.41, Alciphr.3.41.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοϋφής: -ές, (ὑφαίνω) λεπτῶς ὑφασμένος, Λουκ. Ἔρωτες 41, Ἀλκίφρων 3. 41.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπτοϋφής, -ές)
1. (για υφάσματα) υφασμένος λεπτά, λεπτοϋφασμένος, λεπτοΰφαντος
2. μτφ. λεπτοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -υφής (< ὕφος), πρβλ. ευ-υφής, παρ-υφής].

Russian (Dvoretsky)

λεπτοϋφής: тонко (искусно) сотканный (ἐσθής Luc.).