λιμνοειδής

Revision as of 10:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A = λιμνώδης. Adv. -δῶς Eust.ad D.P.48.

German (Pape)

[Seite 48] ές, sumpfähnlich, Eust. zu D. Per. 48.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνοειδής: -ές, = λιμνώδης· ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 48.

Greek Monolingual

-ές (Μ λιμνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λίμνη, που έχει σχήμα και μορφή λίμνης.
επίρρ...
λιμνοειδῶς (Μ)
με σχήμα λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ειδής (< εἶδος)].