λιπόπαις

Revision as of 10:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ,    A childless, found in neut. pl., λέχη λιπόπαιδα Man.4.584.

German (Pape)

[Seite 52] -παιδος, von Kindern verlassen, kinderlos, λέχη, Han. 4, 586.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ἄπαις, μετ’ οὐδ. πληθ. λέχη, λιπόπαιδα Μανέθων 4. 585· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 264.

Greek Monolingual

λιπόπαις, -παιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που εγκαταλείφθηκε από τα παιδιά του ή αυτός που δεν έχει παιδιά, άτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + παῖς, παιδός].