άτεκνος

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτεκνος, -ον) τέκνον
αυτός που δεν έχει αποκτήσει παιδιά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το άτεκνο
1. στειρωτικό βότανο
2. στειρωτικό φάρμακο
αρχ.
1. ανίκανος να τεκνοποιήσει, στείρος
2. ενεργ. αυτός που προκαλεί ατεκνία ή ακαρπία.