λογχοειδής

Revision as of 11:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A like a spear, lanceolate, Dsc.4.144.

Greek (Liddell-Scott)

λογχοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λόγχην, Διοσκ. 4. 146.

Greek Monolingual

-ές (Α λογχοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λόγχη κατά το σχήμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βοτ. το λογχοειδές
κάθε όργανο φυτού του οποίου η μορφή θυμίζει την αιχμή δόρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -ειδής (< εἶδος)].