λογχοειδής
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
λογχοειδές, like a spear, lanceolate, Dsc.4.144.
Greek (Liddell-Scott)
λογχοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λόγχην, Διοσκ. 4. 146.
Greek Monolingual
-ές (Α λογχοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λόγχη κατά το σχήμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βοτ. το λογχοειδές
κάθε όργανο φυτού του οποίου η μορφή θυμίζει την αιχμή δόρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -ειδής (< εἶδος)].
German (Pape)
ές, lanzenähnlich, Diosc.