λυγοτευχής

Revision as of 11:02, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
travaillé avec de l’osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.

Greek Monolingual

λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεο-τευχής, τοξο-τευχής].

Greek Monotonic

λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠγοτευχής: сплетенный из ивовых прутьев, ивовый (κύρτος Anth.).

Middle Liddell

λῠγο-τευχής, ές τεύχω
made of withes, Anth.