λυπησίλογος

Revision as of 11:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A giving pain by talking, Cratin.343.

Greek (Liddell-Scott)

λῡπησίλογος: -ον, προξενῶν λύπην διὰ τῶν λόγων αὐτοῦ, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 42.

Greek Monolingual

λυπησίλογος, -ον (Α)
αυτός που με τα λόγια του προξενεί λύπη, ενόχληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυπησ- του αορ. του λυπῶ + -λόγος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.