ενόχληση

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐνόχλησις) ενοχλώ
πρόκληση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας
νεοελλ.
ελαφρός πόνος ή αδιαθεσία.