Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ενόχληση

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐνόχλησις) ενοχλώ
πρόκληση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας
νεοελλ.
ελαφρός πόνος ή αδιαθεσία.