λυγδίνεος

Revision as of 11:08, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, = sq. 2,    A δειρή AP5.47 (Rufin.).

Greek (Liddell-Scott)

λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, Ἀνθ. Π. 5. 48.

Greek Monolingual

λιγδίνεος, -α, -ον, θηλ. και -η (Α) λύγδινος
(για το σώμα) λύγδινος, λείος, στιλπνός, χυτός σαν μάρμαρο.

Greek Monotonic

λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λυγδίνεος: (ῐ) Anth. = λύγδινος.

Middle Liddell

λυγδί˘νεος, η, ον = λύγδινος, Anth.]