μάτος
English (LSJ)
[ᾰ], τό, or ὁ, A search, Hp. ap. Gal.19.120.
German (Pape)
[Seite 101] τό, das Suchen, Forschen, Untersuchen, Hippocr. bei Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μάτος: [ᾰ], τό, ἢ ὁ, ζήτησις, Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ. 520.
Greek Monolingual
μάτος, ό, ἡ (Α)
ζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από ματεύω].