μάτος

Revision as of 11:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], τό, or ὁ,    A search, Hp. ap. Gal.19.120.

German (Pape)

[Seite 101] τό, das Suchen, Forschen, Untersuchen, Hippocr. bei Galen.

Greek (Liddell-Scott)

μάτος: [ᾰ], τό, ἢ ὁ, ζήτησις, Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ. 520.

Greek Monolingual

μάτος, ό, ἡ (Α)
ζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από ματεύω].