ματεύω
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
fut. -σω Il.14.110: aor.
A ἐμάτευσα Pi.O.5.24:—=μαστεύω, abs., seek, search, ἐγγὺς ἀνήρ, οὐ δηθὰ ματεύσομεν Il.l.c.; οἴκοθεν μάτευε Pi.N.3.31, cf. S.OC211 (lyr.).
2 c. acc., seek for, search after, ματεύει ὧν ἀνευρήσει φόνον A.Ag.1094, cf. Ch.219, S.Ph.1210 (lyr.), Ichn.13, etc.; θάνατον εὑρέμεν μ. ἐλάφῳ Simon.30 (cj.).
3 c. inf., seek, strive to do, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι Pi.O.5.24, cf. S.OT1052.
4 c. acc. loci, search, explore, ματεύει ἄλλος ἀλλοίαν κέλευθον B.9.35; πάντα Ar.Th.663; τὰ χωρία Theoc.21.65.
French (Bailly abrégé)
chercher, rechercher, acc. ; avec l'inf. chercher à, s'efforcer de.
Étymologie: DELG étym. obscure.
German (Pape)
= μαστεύω, suchen; ἐγγὺς ἀνήρ, οὐ δηθὰ ματεύσομεν, Il. 14.110; c. inf., streben, μὴ ματεύῃ θεὸς γενέσθαι, Pind. Ol. 5.24, wie I. 4.26; οἴκοθεν μάτευε, N. 3.30; τινά, Aesch. Ch. 879 und Ag. 1065, wo das Bild von spürenden Hunden gebraucht ist; μηδ' ἐξετάσῃς πέρα ματεύων, Soph. O.C. 210 und öfter; πόσιν σὸν στείχω ματεύσων, Eur. I.A. 854 und öfter; χωρία ματεύσεις, Theocr. 21.65.
Russian (Dvoretsky)
μᾰτεύω:
1 искать, разыскивать (οὐ δηθὰ ματεύσομεν Hom.): πατέρα ματεύων Soph. в поисках отца;
2 выслеживать (τινά Aesch.);
3 добиваться, стараться, стремиться (εἰσιδεῖν τινα Soph.);
4 обыскивать, обследовать (χωρία Theocr.; πάντα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰτεύω: μέλλ. -σω, Ὅμ.: ἀόρ. ἐμάτευσα Πινδ. Ο. 5 ἐν τέλ.· (ἴδε ἐν λέξ. *μάω)· ― ὡς τὸ μαστεύω, ἀπολ., ζητῶ, ἀναζητῶ, ἐγγὺς ἀνήρ, οὐ δηθὰ ματεύσομεν Ἰλ. Ξ. 110· οἴκοθεν μάτευε (πρβλ. οἴκοθεν 3.) Πινδ. Ν. 3. 53, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 211. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ζητῶ, ἀναζητῶ, ἐπιζητῶ, ἀνερευνῶ, κυρίως ἐπὶ κυνηγετικῶν κυνῶν ἰχνηλατούντων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1094· ἀκολούθως καθόλου ἀναζητῶ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 219 (πρβλ. μαστεύω), Σοφ. Φ. 1210, κτλ.· μ. θάνατόν τινι Σιμων. 37. 3) μετ’ ἀπαρ., ζητῶ ἢ ἀγωνίζομαι νὰ πράξω τι, Πινδ. Ο. 5 ἐν τέλ., Σοφ. Ο. Τ. 1052. 4) μετ’ αἰτ. τόπου, ζητῶ, ἐρευνῶ, ἐξετάζω, πάντα Ἀριστοφ. Θεσμ. 663· τὰ χωρία Θεόκρ. 21. 65.
English (Autenrieth)
fut. ματεύσομεν: seek, Il. 14.110†.
English (Slater)
μᾰτεύω (cf. μάστευω) seek οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες· οἴκοθεν μάτευε (N. 3.31) ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7. c. inf., μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι (O. 5.24) μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι (I. 5.14)
Greek Monolingual
ματεύω και ματῶ, -έω, αιολ. τ. μάτημι (Α)
1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ' ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.)
2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.)
3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ' ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ χωρία ταῦτα ματεύσεις», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του ρ. πρέπει να ήταν ματέω (πρβλ. αιολ. τ. μάτημι και τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «ματεῖ
ζητεί»). Κατά μία άποψη, το ρ. έχει παραχθεί από όνομα σε -τ- (πρβλ. μάτος) και συνδέεται με το ρ. μαίομαι (πρβλ. δατέομαι —δαίομαι). Τύποι όπως μά(σ)σασθαι, -μαστός, μαστύς θα μπορούσαν να παραχθούν και από τα δύο ρήματα. Το ρ. πάντως είναι αβέβαιης ετυμολ. (βλ. λ. μαίομαι)].
Greek Monotonic
μᾰτεύω: (*μάω), μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐμάτευσα·
I. όπως το μαστεύω, αναζητώ, ερευνώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. με αιτ. προσ., καταδιώκω, κυνηγώ, αναζητώ, κυρίως λέγεται για λαγωνικά που ανακαλύπτουν το θήραμα με την όσφρηση, σε Αισχύλ.· μεταγεν. με γενική έννοια, στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ.
3. με απαρ., ζητώ ή προσπαθώ να κάνω κάτι, σε Πίνδ., Σοφ.
4. με αιτ. τόπου, αναζητώ, εξερευνώ, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: search, seek, strive to (Ξ 110);
Other forms: ματέω in μάτης (Theoc. 29, 15; Aeol. *μάτημι), ματεῖ ζητεῖ, ματῆσαι μαστεῦσαι, ζητῆσαι, μάσσαι ζητῆσαι H., ματεῖσθαι ζητεῖσθαι (Hp. ap. Erot. ).
Compounds: Also with preflx ἐσ- ματέομαι, -μάσασθαι (Hp.), ἐμ-, κατ-εμ-ματέω (Nik.) feel in, stick in (the hand, the sting).
Derivatives: μάτος n. investigation (Hp. ap. Gal.), ματήρ ἐπίσκοπος, ἐπιζητῶν, ἐρευνητής with ματηρεύειν μα<σ>τεύειν, ζητεῖν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To ματέω, from where prob. secondarily ματεύω (cf. Schwyzer 732), agree formally δατέομαι, πατέομαι; so we have probably to start from a nominal τ-stem (see Schwyzer 705 f.; cf. also Bechtel Lex. s. ματεύω). The verbal nouns ἄ-δασ-τος, ἄ-πασ-τος have a parallel in ἀ-προτί-μαστος; to the aorists δάσ(σ)ασθαι, πάσ(σ)ασθαι comform -μάσ(σ)ασθαι, μάσσαι. So the verbal σ-forms just like the nominal μαστύς, μαστήρ, μάστιξ etc., also μάσμα, can be connected with ματέω. From these σ-forms also μαστεύω may have got its σ. With δατέομαι: δαίομαι compare ματέω: μαίομαι. But while we have for the explanation of δαίομαι certain comparanda outside Greek, μαίομαι has no certain analysis; cf. s. v.
Middle Liddell
μᾰτεύω, [*μάω] like μαστεύω,]
1. to seek, search, Il., Soph.
2. c. acc. pers. to seek after, seek for, search after, properly of hounds casting for the scent, Aesch.; then generally, Aesch., Soph., etc.
3. c. inf. to seek or strive to do, Pind., Soph.
4. c. acc. loci, to search, explore, Theocr.
Frisk Etymology German
ματεύω: {mateúō}
Forms: ματέω in μάτης (Theok. 29, 15; äol. *μάτημι), ματεῖ· ζητεῖ, ματῆσαι· μαστεῦσαι, ζητῆσαι, μάσσαι· ζητῆσαι H., ματεῖσθαι· ζητεῖσθαι (Hp. ap. Erot. );
Grammar: v.
Meaning: suchen, aufsuchen, erstreben (ep. poet. seit Ξ110);
Composita: auch mit Präflx ἐσ- ματέομαι, -μάσασθαι (Hp.), ἐμ-, κατεμματέω (Nik.) ‘hineinfühlen, (die Hand, den Stachel) hineinstecken’.
Derivative: Davon μάτος n. Untersuchung (Hp. ap. Gal.), ματήρ· ἐπίσκοπος, ἐπιζητῶν, ἐρευνητής mit ματηρεύειν· μα<σ>τεύειν, ζητεῖν H.
Etymology: Zu ματέω, woraus wahrscheinlich sekundär ματεύω (vgl. Schwyzer 732), stimmen bildungsmäßig δατέομαι, πατέομαι; mithin ist wahrscheinlich von einem nominalen τ-Stamm auszugehen (darüber Schwyzer 705 f.; vgl. auch Bechtel Lex. s. ματεύω). Die Verbalnomina ἄδαστος, ἄπαστος haben ein Gegenstück in ἀπροτίμαστος; den Aoristen δάσ(σ)ασθαι, πάσ(σ)ασθαι entspricht -μάσ(σ)ασθαι, μάσσαι. Somit lassen sich die verbalen σ-Formen ebenso wie die nominalen μαστύς, μαστήρ, μάστιξ usw., auch μάσμα, mit ματέω verbinden. Von diesen σ-haltigen Formen scheint auch μαστεύω sein σ bezogen zu haben. An δατέομαι: δαίομαι schließen sich ματέω: μαίομαι. Während wir aber für die Beurteilung von δαίομαι an sichere außergriechische Anhaltspunkte anknüpfen, entzieht sich μαίομαι einer sicheren Analyse; vgl. s. v.
Page 2,184