έως, ὁ, A = λυχνίτης, Callix. 1, cf. Ath. 15.699d, Hsch. s.v. λυχναῖος.
λυχνεύς: έως, ὁ, = λυχνίτης, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F, πρβλ. 699D.
λυχνεύς και λυχναῑος, ὁ (Α)λυχνίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος, πρβλ. λυχναῖος.