μίξοφρυς

Revision as of 11:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

υ,    A having eyebrows that meet, Cratin.430.

Greek (Liddell-Scott)

μίξοφρυς: υ, ὁ ἔχων ὀφρῦς συνημμένας κατὰ τὸ μέσον, «τσατμαλίθικα φρύδια», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 97.

Greek Monolingual

-υ (Α μίξοφρυς και μείξοφρυς, -υ)
αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια, σμιχτοφρύδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ὀφρύς (πρβλ. μέσο-φρυς)].