μακρόθι

Revision as of 11:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A at a distance, Tz.H.8.137.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόθι: Ἐπίρρ. (μακρὸς) μακράν, εἰς ἀπόστασιν, μακρόθι κεῖται Τζέτζ. Ἱστ. 8. 137.

Greek Monolingual

μακρόθι (Μ)
επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, μακριάμακρόθι κεῑται», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. αλλαχό-θι)].