μαραθίς

Revision as of 11:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ,    A = ἱππομάραθον, Ps.-Dsc.3.71.

Greek Monolingual

μαραθίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό ἱππομάραθον, είδος άγριου μαράθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κανθαρ-ίς, κεδρ-ίς)].