ἱππομάραθον
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
[μᾰ], τό, horse-fennel, Prangos ferulacea, Diocl.Fr.155, Thphr. HP6.1.4, Dsc.3.71, Zopyr. ap. Orib.14.64.1, etc.: sometimes misspelt -μάραθρον in codd.
Greek Monolingual
ἱππομάραθον και ἱππομάραθρον, τὸ (Α)
είδος άγριου μάραθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + μάραθον.